1 ανοιδεω
(κῦμ΄ ἀνοιδῆσαν Eur.; ἀ. ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.; ἥ θάλασσα ἀνοιδεῖ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ανοιδεω